σιγή

σιγή
σιγή, ῆς, ἡ (s. prec. entry; Hom. et al.; Wsd 18:14; 3 Macc 3:23; En 89:46; EpArist; Jos., Vi. 417; Just., D. 103, 9; Ath., R. 19 p. 71, 30) the absence of all noise, whether made by speaking or by anything else, silence, quiet 1 Cl 21:7. σιγῆς ὑπαρχούσης when it was quiet on ship AcPl Ha 7, 25. πολλῆς σιγῆς γενομένης when a great silence had fallen = when they had become silent Ac 21:40 (likew. Ps.-Callisth. 2, 15, 6; without πολλῆς Arrian, Anab. 4, 12, 2; Vi. Aesopi W 87 P.; Jos., Vi. 141, Ant. 5, 236); cp. the dramatic silence in Rv 8:1, which may imply lack of both verbal and other type of sound, for the opening of six previous seals is accompanied either by verbal declarations or celestial phenomena (s. Clemen2 391; WBeet, ET 44, ’33, 74–76). σιγὴν ἔχειν be silent (Appian, Hann. 14 §60; Arrian, Anab. 5, 1, 4; Paroem. Gr.: App. 3, 7) Hs 9, 11, 5. ἀνάπαυσιν ἐν σιγῇ rest in silence GMary 463, 2. Christ is called αὐτοῦ λόγος, ἀπὸ σιγῆς προελθών (God’s) Word, proceeding from silence=without audible expression IMg 8:2 (cp. the corollary: ἃ … οὖς οὐκ ἠκουσεν 1 Cor 2:9; for other views on the text and subj.-matter s. Hdb. ad loc.; H-WBartsch, Gnost. Gut u. Gemeindetradition b. Ign. v. Ant. ’40. On the deity that is silence and that can be rightly worshiped only in silence, s. Mesomedes 1, 1–3 [=Coll. p. 197], addressing the goddess: Ἀρχὰ καὶ πάντων γέννα | πρεσβίστα κόσμου μᾶτερ | καὶ νὺξ καὶ φῶς καὶ σιγά; Porphyr., Abst. 2, 34 διὰ σιγῆς καθαρᾶς θρησκεύομεν [θεόν]; Sextus 578 τιμὴ μεγίστη θεῷ θεοῦ γνῶσις ἐν σιγῇ; PGM 4, 558ff λέγε• σιγή, σιγή, σιγή, σύμβολον θεοῦ ζῶντος ἀφθάρτου• φύλαξόν με, σιγή; 1782. Hermes in Iambl., De Myst. 8, 3 ὸ̔ δὴ διὰ σιγῆς μόνης θεραπεύεται. Herm. Wr. 10, 5 ἡ γὰρ γνῶσις αὐτοῦ βαθεῖα σιωπή ἐστι. Martyr. Petri Aa I 96, 16ff.—HKoch, Ps.-Dionys. Areop. 1900, 128ff; OCasel, De Philosophorum Graecorum Silentio Mystico 1919, Vom hl. Schweigen: Bened. Monats-schr. 3, 1921, 417ff; GMensching, Das hl. Schweigen 1926).—DELG s.v. σῖγα. M-M. Sv.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σιγή — η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σιγά Α παντελής έλλειψη θορύβου, φωνής ή ήχου, απόλυτη ησυχία, σιωπή («θα τηρήσουμε ενός λεπτού σιγή για τον πεθαμένο ποιητή») νεοελλ. 1. (ειδικά) η απουσία ομιλίας 2. φρ. α) «τηρώ σιγή ιχθύος» δεν μιλώ καθόλου, δεν βγάζω… …   Dictionary of Greek

  • σιγή — η 1. έλλειψη θορύβου, ησυχία: Επικρατούσε νεκρική σιγή μέσα στην αίθουσα. 2. σιωπή: Τήρησαν ενός λεπτού σιγή μπροστά στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σιγῇ — σῑγῇ , σιγάω keep silence pres subj mp 2nd sg (doric) σῑγῇ , σιγάω keep silence pres ind mp 2nd sg (doric) σῑγῇ , σιγάω keep silence pres subj act 3rd sg (doric) σῑγῇ , σιγάω keep silence pres ind act 3rd sg (doric) σῑγῇ , σιγάω keep silence …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιγή — σῑγή , σιγή silence fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σίγη — σί̱γη , σῖγος neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) σί̱γη , σῖγος neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) σί̱γη , σιγάω keep silence pres imperat act 2nd sg (doric) σί̱γη , σιγάω keep silence pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) σί̱γη …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σοφὸν εὔκαιρος σιγὴ καὶ παντὸς λόγου κρεῖττον. — См. Слово серебро, молчание золото …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Μεμέλης, Απόστολος — (Σιγή Προύσας, Μικρά Ασία 1876 – 1935). Γιατρός και λογοτέχνης. Σε μικρή ηλικία εγκαταστάθηκε οικογενειακώς στην Κωνσταντινούπολη. Σπούδασε ιατρική στη Γερμανία και επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη· εκεί, άσκησε το ιατρικό λειτούργημα μέχρι το… …   Dictionary of Greek

  • σιγαλός — και σιγηλός, ή, ό / σιγαλός και σιγηλός, ή, όν, ΝΑ 1. αυτός που τηρεί σιγή, σιωπηλός 2. αυτός που δεν λέει πολλά, λιγομίλητος 3. αυτός που γίνεται χωρίς να προκαλεί θόρυβο, αθόρυβος, ήσυχος, σιγανός νεοελλ. 1. αυτός που κινείται με αργό ρυθμό,… …   Dictionary of Greek

  • σίγ' — σῑγά , σιγάς fem voc sg σῑγά̱ , σιγή silence fem nom/voc/acc dual (doric) σῑγά̱ , σιγή silence fem nom/voc sg (doric aeolic) σῑγαί , σιγή silence fem nom/voc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευφημώ — (ΑΜ εὐφημῶ, έω, Α δωρ. τ. εὐφαμέω) [εύφημος] 1. αποφεύγω κάθε δυσοίωνη λέξη, αποφεύγω τις βλασφημίες, μεταχειρίζομαι ευοίωνες λέξεις («φέρτε δὲ χερσὶν ὕδωρ, εὐφημῆσαί τε κέλεσθε», Ομ. Ιλ.) 2. (κατ επέκτ.) τηρώ θρησκευτική σιγή 3. επαινώ,… …   Dictionary of Greek

  • εύφημος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήρωας της Αργοναυτικής εκστρατείας και της Μητιονίκης. Άλλες παραδόσεις τον εμφανίζουν ως κάτοικο του Ταινάρου, όπου ο πατέρας του είχε ιερό, και ως σύζυγο της Λαονόμης, κόρης του Αμφιτρίωνα και της Αλκμήνης. Σύμφωνα με τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”